λουφάζω

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source

Greek Monolingual

και λωφάζωλωφάζω)
ζαρώνω, ακινητοποιούμαι, ιδίως από φόβο ή από αμηχανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωφάζω, με κώφωση < λωφῶ «αναπαύομαι, παύω»].