Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
και λωφάζω (Μ λωφάζω)
ζαρώνω, ακινητοποιούμαι, ιδίως από φόβο ή από αμηχανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωφάζω, με κώφωση < λωφῶ «αναπαύομαι, παύω»].