Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λουφάζω

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

και λωφάζωλωφάζω)
ζαρώνω, ακινητοποιούμαι, ιδίως από φόβο ή από αμηχανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωφάζω, με κώφωση < λωφῶ «αναπαύομαι, παύω»].