λυκαίνιον

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

λυκαίνιον, τὸ (Α) λύκαινα·1. μικρή ή νεαρή λύκαινα
2. ονομασία κωμικού ρυτιδωμένου προσωπείου γριάς.

German (Pape)

τό, eine komische Maske alter Frauen, Poll. 4.150.