κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
λυκαίνιον, τὸ (Α) λύκαινα·1. μικρή ή νεαρή λύκαινα2. ονομασία κωμικού ρυτιδωμένου προσωπείου γριάς.
τό, eine komische Maske alter Frauen, Poll. 4.150.