λυκοβατίας

From LSJ

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυκοβατίας Medium diacritics: λυκοβατίας Low diacritics: λυκοβατίας Capitals: ΛΥΚΟΒΑΤΙΑΣ
Transliteration A: lykobatías Transliteration B: lykobatias Transliteration C: lykovatias Beta Code: lukobati/as

English (LSJ)

δρυμός· ἐν ᾧ οἱ λύκοι διατρίβουσι, Hsch. (post λυκαιχλίας).

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοβᾰτίας: -ου, ὁ, ὑπὸ λύκων πατούμενος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λυκοβατίας, ὁ (Α)
φρ. (κατά τον Ησύχ.) «λυκοβατίας δρυμός» — ο δρυμός στον οποίο ζουν οι λύκοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -βατίας (< βατός + κατάλ. -ίας)].

German (Pape)

ὁ, vom Wolfe betreten, ein Wald, in dem sich Wölfe aufhalten, Hesych.