λυκοβατίας
From LSJ
English (LSJ)
δρυμός· ἐν ᾧ οἱ λύκοι διατρίβουσι, Hsch. (post λυκαιχλίας).
Greek (Liddell-Scott)
λῠκοβᾰτίας: -ου, ὁ, ὑπὸ λύκων πατούμενος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λυκοβατίας, ὁ (Α)
φρ. (κατά τον Ησύχ.) «λυκοβατίας δρυμός» — ο δρυμός στον οποίο ζουν οι λύκοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -βατίας (< βατός + κατάλ. -ίας)].
German (Pape)
ὁ, vom Wolfe betreten, ein Wald, in dem sich Wölfe aufhalten, Hesych.