λυκοτσάκαλο

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

το
είδος τσακαλιού που, κατά λαϊκή δοξασία, προέρχεται από διασταύρωση τσακαλιού και λύκου, αλλ. τσακαλόλυκος.