τσακαλόλυκος

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
τσακάλι που προέρχεται από μίξη τσακαλιού και λύκου, αλλ. λυκοτσάκαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσακάλι + λύκος.