λυκόστρατος

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek (Liddell-Scott)

λυκόστρατος: «ὁ μόναρχος παρ’ Ἱπποχάρμῳ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λυκόστρατος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ μόναρχος παρ' Ἱπποχάρμῳ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + στρατός (πρβλ. αγέστρατος, φοβέστρατος)].