λυκόστρατος

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek (Liddell-Scott)

λυκόστρατος: «ὁ μόναρχος παρ’ Ἱπποχάρμῳ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λυκόστρατος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ μόναρχος παρ' Ἱπποχάρμῳ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + στρατός (πρβλ. αγέστρατος, φοβέστρατος)].