λυπόματος

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek Monolingual

λυπόματος, -ον (Μ)
αυτός που έχει θλιμμένα, λυπημένα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -ματος (< μάτι), πρβλ. γλυχόματος, πονόματος].