ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
λυπόματος, -ον (Μ)
αυτός που έχει θλιμμένα, λυπημένα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -ματος (< μάτι), πρβλ. γλυχόματος, πονόματος].