λυρόθεν

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

λυρόθεν (Α)
επίρρ. από τη λύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + επιρρμ. κατάλ. -θεν].

Russian (Dvoretsky)

λυρόθεν: adv. на лире (Anth. - v. l. λυρόεν и λειριόεν).

German (Pape)

von der Lyra, so ist die richtige Lesart der mss. bei Antip.Sid. 76 (VII.30) für ἀκμήν οἱ λυρόεν τι μελίζεται ἀμφὶ Βαθύλλῳ.