λυσιτελῶ
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Mantoulidis Etymological
(=ὠφελῶ). Ἀπό τό λυσιτελής (αὐτός πού πληρώνει τά ἔξοδα, ὠφέλιμος), σύνθετο ἀπό τό λύω (=πληρώνω) + τέλος (=φόρος).
Παράγωγα: λυσιτέλεια (=ὠφέλεια), λυσιτελούντως (=ὠφέλιμα), ἀλυσιτελής (=ἀνώφελος).