λυσσάγρα

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

λυσσάγρα, ἡ (Μ)
παράφορο πάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. άγρα (πρβλ. λωλάγρα)].