λυχνίο

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source

Greek Monolingual

το (Α λυχνίον και λύχνιον) λύχνος
νεοελλ.
μικρό λυχνάρι, λυχναράκι
αρχ.
1. λυχνοστάτης
2. λύχνος.