λυχνίο

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Greek Monolingual

το (Α λυχνίον και λύχνιον) λύχνος
νεοελλ.
μικρό λυχνάρι, λυχναράκι
αρχ.
1. λυχνοστάτης
2. λύχνος.