λυχναράκι

From LSJ

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source

Greek Monolingual

το λυχνάρι
1. μικρό λυχνάρι
2. κοινή ονομασία ενός είδους του γένους βαλλωτή.