ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
λυχνιαῖος, -αία, -ον (Α) λύχνοςαυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λύχνο.