λυχνιαίος

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

λυχνιαῖος, -αία, -ον (Α) λύχνος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λύχνο.