τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
ηφρ. «μάκρητα καιρού» — το πέρασμα του χρόνου (Ερωφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + κατάλ. -ητα (πρβλ. έχθρητα, κάκητα)].