μάκρητα

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek Monolingual

η
φρ. «μάκρητα καιρού» — το πέρασμα του χρόνου (Ερωφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + κατάλ. -ητα (πρβλ. έχθρητα, κάκητα)].