μάσκουλο

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source

Greek Monolingual

το
1. άρθρωση δύο οστών
2. μυς του σώματος
3. είδος κροτίδας
4. μικρός άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mascolo].