μάστευσις
From LSJ
εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
English (LSJ)
-εως, ἡ, search, IG42(1).123.133 (Epid., iv B.C.); investigation, τινων Archim.Spir.Praef.; search for... c. gen., γῆς ἀμείνονος D.H.1.56.
German (Pape)
[Seite 98] ἡ, das Suchen, Nachforschen, D. Hal. 1, 56.
Greek (Liddell-Scott)
μάστευσις: ἡ, ζήτησις, ἔρευνα, Διον. Ἁλ. 1. 56, Ἀρχιμ. π. Πνεύμα. σ. 81.