μέμασαν

From LSJ

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source

French (Bailly abrégé)

v. μάω.

Russian (Dvoretsky)

μέμᾰσαν: 3 л. pl. ppf. к μάομαι.