μητριάς

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

German (Pape)

[Seite 179] άδος, ἡ, bes. tem. zu μήτριος, ἐν χθονὸς ἀγκοίναις ὤλετο μητριάσιν, in den mütterlichen Armen, Iul. Aeg. 45 (IX, 398).

Russian (Dvoretsky)

μητριάς: άδος (ᾰδ) adj. f материнская (ἄγκοιναι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μητριάς: -άδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ μήτριος, Ἀνθ. Π. 9. 398.

Greek Monolingual

μητριάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. μήτριος.

Greek Monotonic

μητριάς: -άδος, ἡ, θηλ. του μήτριος, σε Ανθ.

Middle Liddell

μητριάς, άδος, [fem. of μήτριος, Anth.]