ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
μῆχος και δωρ. τ. μᾱχος, τὸ (Α)μέσον, τρόπος, βοήθημα, φάρμακο («χαλεπᾶς νόσω εὗρε τι μῆχος», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μηχανή.