μαγγανοδαίμων

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek (Liddell-Scott)

μαγγανοδαίμων: -ονος, ὁ, μαγικὸς δαίμων, ἀφιερωμένος εἰς μαγγανεύματα, Λεόντ. Κύπρ. ΙΙ. 1980Β.

Greek Monolingual

μαγγανοδαίμων, -ονος, ὁ (Μ)
ο θεός της μαγγανείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάγγανο «μαγικό φίλτρο» + δαίμων (πρβλ. αγαθοδαίμων, ανθρωποδαίμων)].

German (Pape)

ονος, ὁ, der Zauberdämon, Sp.