μαγνητοθερμικός

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται συγχρόνως στη θερμότητα και στον μαγνητισμό
2. φρ. «μαγνητοθερμικό φαινόμενο»
φυσ. το σύνολο τών θερμικών φαινομένων τα οποία προκαλούνται όταν μαγνητισθεί μια σιδηρομαγνητική ουσία.