μακροκεφαλία

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

η
ανθρωπολ. υπέρμετρη αύξηση της κρανιακής περιμέτρου, που μπορεί να συνοδεύεται και από αύξηση του όγκου του εγκεφάλου και που παρατηρείται τόσο σε φυσιολογικά άτομα όσο και σε διανοητικώς καθυστερημένα.