μακροπροσωπία
From LSJ
Greek Monolingual
η μακροπρόσωπος
1. το να έχει κάποιος μακρύ πρόσωπο
2. ανθρωπολ. η επικράτηση του ύψους έναντι του πλάτους στις διαστάσεις του προσώπου, αλλ. λεπτοπροσωπία.
η μακροπρόσωπος
1. το να έχει κάποιος μακρύ πρόσωπο
2. ανθρωπολ. η επικράτηση του ύψους έναντι του πλάτους στις διαστάσεις του προσώπου, αλλ. λεπτοπροσωπία.