μακρόπους
From LSJ
οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way
Greek (Liddell-Scott)
μακρόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μακροὺς πόδας, Εὐχολόγ. 697 ἔκδ. Goar.
Greek Monolingual
-ουν (Α μακρόπους, -ουν)
αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροπόδης
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μακρόπους
ζωολ. επιστημονική ονομασία του καγκουρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πούς (πρβλ. πλατύπους)].
German (Pape)
οδος, langfüßig, Hesych.