μαλλούρα

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

η
πολλά και μακριά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλί / μαλλιά + κατάλ. -ούρα (πρβλ. ανακατωσ-ούρα, θολούρα)].