μαντοσύνη

English (LSJ)

ἡ, the art of divination, Il.1.72, Pi.O.6.66, Luc.Astr. 1: pl., Il.2.832, 11.330, Emp.112.10, Man.6.317.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
art du devin, science prophétique.
Étymologie: μάντις.

German (Pape)

ἡ, die Wahrsagerkunst; ἣν διὰ μαντοσύνην, τήν οἱ πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων, Il. 1.72, und im plur., ᾔδεε μαντοσύνας, 2.832, 11.330; θησαυρὸς μαντοσύνας Pind. Ol. 6.66.

Russian (Dvoretsky)

μαντοσύνη: дор. μαντοσύνᾱ (ῠ) ἡ Hom., Pind. = μαντευτική.

Greek (Liddell-Scott)

μαντοσύνη: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ μαντεύεσθαι, ἣν διὰ μαντοσύνην, τὴν οἱ πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων Ἰλ. Α. 72· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Β. 832., Λ. 330, Πινδ. Ο. 6. 112.

English (Autenrieth)

the art or gift of divination, prophecy; pl., Il. 2.832.

Spanish

arte de la adivinación, acto de adivinación, oráculo

Greek Monolingual

η (Α μαντοσύνη)
η μαντική τέχνη
αρχ.
μαντεία, προφητεία, πρόβλεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντης, κατά τα θηλ. σε -σύνη].

Greek Monotonic

μαντοσύνη: ἡ (μάντις), η μαντική τέχνη, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.

Middle Liddell

μαντοσύνη, ἡ, μάντις
the art of divination, Il., Pind.

Léxico de magia

ἡ 1 arte de la adivinación δάφνη, μαντοσύνης ἱερὸν φυτὸν Ἀπόλλωνος laurel, sagrada planta de la adivinación de Apolo P II 81 P VI 6 P VI 40 2 acto de adivinación, oráculo Φοῖβε, μαντοσύναισιν ἐπίρροθε, Φοῖβε Ἀπόλλον, Λητοΐδη ἑκάεργε Febo, que socorres con tus oráculos, Febo Apolo, hijo de Leto, que actúas de lejos P VI 25 P II 2 μαντοσύνην ἀπ' ἀμβροσίου στομάτοιο ἔννεπε τῷ ἱκέτῃ transmite a tu suplicante el oráculo que procede de tu divina boca P II 87 μορφὴν θ' ἱλαρὰν ἐπίτειλον ἐμοί, τῷ δεῖνα, ὄφρα σε μαντοσύναις, ταῖς σαῖς ἀρεταῖσι, λάβοιμι deja que se me muestre tu forma benigna, para que pueda comprenderte por medio de tus adivinaciones, tus hechos maravillosos (en una invocación a Hermes) P V 419 δεῖγμ' ἀνθεὶς δὲ ἀφθάρτῳ κούρῳ μαντοσύνην <τὴν σὴν> ἔκπεμψον ἀληθῆ muestra un signo a un joven puro y envíale tu verdadera adivinación P VII 680 P XVIIb 23