ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
-η, -ο (Μ μαρμαροτράχηλος, -η, -ον, θηλ. και μαρμαροτραχήλα)
(ιδίως για γυναίκες) αυτός που έχει τράχηλο λευκό σαν μάρμαρο («κυρά μαρμαροτράχηλη και καστανομαλλούσα», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. μάρμαρο + τράχηλος.