ματζόρε

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source

Greek Monolingual

και ματζιόρε, το
(άκλιτο) μουσικός όρος που δηλώνει τον μείζονα τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maggiore].