ματζόρε

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

και ματζιόρε, το
(άκλιτο) μουσικός όρος που δηλώνει τον μείζονα τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maggiore].