μαυροκίτρινος

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει χρώμα μαύρο και κίτρινο.