Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
γίνομαι μαύρος, σκοτεινός, σκοτεινιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + -λογώ].