μαυρομουζομύτης
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
Greek Monolingual
μαυρομουζομύτης, -α, -άτικο (Μ)
αυτός που έχει μαύρη μύτη από τη μουντζούρα («ὁμοιάζεις καὶ χαλκωματάν, τὸν μαυρομουζομύτην», Πουλολ.).