μαχαιροβγάλτης

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389

Greek Monolingual

ο (Μ μαχαιροβγάλτης και μαχαιροεβγάλτης)
κακοποιός οπλισμένος με μαχαίρι, φονιάς, δολοφόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + -βγάλτης (< βγάζω), πρβλ. αντεροβγάλτης].