μαχαιρόπουλον
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
Greek Monolingual
μαχαιρόπουλον, τὸ (Μ)
μικρό μαχαίρι («μαχαιρόπουλον ὁ Φλώριος ἐκράτιεν», Φλώρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + υποκορ. κατάλ. -πουλον (πρβλ. αρχοντόπουλο)].