ζακόνι

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source

Greek Monolingual

το (Μ ζακόνι και ζακόνιν)
1. συνήθεια, έθιμο
2. παροιμ. «κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη» — ο κάθε τόπος έχει τις δικές του συνήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. zakonŭ].