ζακόνι

From LSJ

εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep

Source

Greek Monolingual

το (Μ ζακόνι και ζακόνιν)
1. συνήθεια, έθιμο
2. παροιμ. «κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη» — ο κάθε τόπος έχει τις δικές του συνήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. zakonŭ].