μεγαδάκτυλος
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
ὁ, big toe, Orib. ap. Aët.11.35.
Greek Monolingual
μεγαδάκτυλος, ὁ (Α)
το μεγάλο δάκτυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγα- + δάκτυλος.