μεδέουσα

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Russian (Dvoretsky)

μεδέουσα: ἡ [f к μεδέων покровительница, хранительница: Σαλαμῖνος μ. HH = Ἀφροδίτη; μ. τόξων Eur. = Ἄρτεμις.

German (Pape)

s. μεδέων.