μεθεῖμαι

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

French (Bailly abrégé)

pf. Moy. de μεθίημι.

Russian (Dvoretsky)

μεθεῖμαι: pf. med. к μεθίημι.