μεθύσης
From LSJ
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, = μεθυστής, Ath.15.685f, Luc.Sol.5.
German (Pape)
[Seite 114] ὁ, = μέθυσος, getadelt Luc. Soloec. 5; Ath. XV, 685 f.
Russian (Dvoretsky)
μεθύσης: ου (ῠ) adj. Luc. = μέθυσος.
Greek (Liddell-Scott)
μεθύσης: ὁ, ἀδόκιμον ἀντὶ τοῦ μέθυσος, Ἀθήν. 685F, Λουκ. Σολοικ. 5, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 152.
Greek Monolingual
μεθύσης, ὁ (Α)
ο μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μέθυσος, κατά τα αρσενικά σε -ης].