μεις

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source

Greek Monolingual

μείς, μεινός, δωρ. τ. μής (Α)
1. ο μήνας
2. το ορατό μέρος της σελήνης που αντιστοιχεί σε μία φάση της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. Βλ. λ. μήνας].