ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
μείς, μεινός, δωρ. τ. μής (Α)1. ο μήνας2. το ορατό μέρος της σελήνης που αντιστοιχεί σε μία φάση της.[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. Βλ. λ. μήνας].