μελάγγυιος

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source

German (Pape)

[Seite 117] mit schwarzen Gliedern, Paul. Sil. Ecphr. 570.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγγυιος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα μέλη, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 570.

Greek Monolingual

μελάγγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + γυῖον «μέλος του σώματος» (πρβλ. αγγλαόγυιος, δεξιόγυιος)).