μελάμφυλλον

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte d'acanthe, plante.
Étymologie: μέλας, φύλλον.