μελάντατος

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de μέλας.

Russian (Dvoretsky)

μελάντατος: superl. к μέλας.

German (Pape)

Superl. zu μέλας.