μελανίαι
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
taches noires.
Étymologie: μέλας.
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
ῶν (αἱ) :
taches noires.
Étymologie: μέλας.