μελανοδερμία
From LSJ
καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
Greek Monolingual
η
ιατρ. καθολική καστανωπή ή μελανωπή χρώση του δέρματος και τών βλεννογόνων που οφείλεται σε διάχυτη υπερφόρτωση με μελαγχρωστική.