μελανόστικτος
English (LSJ)
μελανόστικτον, black-spotted, Arist.Fr.299.
German (Pape)
[Seite 120] schwarzgefleckt, ein Fisch, Ath. VII, 305 c.
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνόστικτος: в черных крапинках Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόστικτος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα στίγματα, Ἀριστ. Ἀποσπάσμ. 283.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μελανόστικτος, -ον)
αυτός που έχει μαύρα στίγματα («τὰ μὲν μελανόστικτα ὥσπερ κόσσυφος», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + στικτός (< στίζω «σημειώνω, μαρκάρω»)].