μελίζω
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
English (LSJ)
(A), fut. μελιῶ LXX Le.1.6: aor.
A ἐμέλισα D.H.7.72: pf. Pass. μεμέλισμαι Opp. C.3.159: (μέλος A):—dismember, cutin pieces, Pherecyd. 32J., D.H.l.c., Apollod.1.9.12.
2 Pass., have the limbs fully formed, Opp.l.c.
(B), Dor. μελίσδω, Dor. fut. Med.
A μελίξομαι Mosch.3.51: otherwise only pres. and impf.: (μέλος B):—modulate, sing, μελίσδειν σύριγγι Theoc.20.28:—mostly in Med., Pi. Parth.2 Fr.2.66, Pl.Com. 69.13, Theoc.1.2,7.89, APl.4.307.5 (Leon.):—Pass., Phld. Po.Herc. 994 Fr.20.
2 to be like music, [λέξις] μελίζουσα μέν, οὐ μὴν μέλος D.H. Dem.50.
II trans., celebrate in song, τινὰ ἀοιδαῖς Pi. N.11.18; μ. πάθη A. Ag.1176 (lyr.).
2 make musical, τὴν ποιητικήν S.E. M.6.16.—Never in Att. Prose.
German (Pape)
[Seite 122] 1) gliedern; οὐ μεμελισμένα τέκνα, von den jungen Bären, nicht gliederweis ausgebildet, Opp. Cyn. 3, 159. – Auch zergliedern, Glieder abschneiden, Luc. D. Mort. 29, 1; das Opferthier zerlegen, D. Hal. 7, 72. – 2) singen; σύριγγι μελίσδω, Theocr. 20, 28; λέξις μελίζουσα, gesangartig, den Gesang nachahmend, D. Hal. de vi Dem. 50, vgl. ἡ μουσικὴ μελίζουσα τὴν ποιητικήν S. Emp. adv. mus. 16; – auch trans., besingen, μελιζέμεν ἀοιδαῖς, Pind. N. 11, 18; πάθη γοερά, Aesch. Ag. 1149. – Gew. med. singen, ein Instrument spielen, μελιζομένη, Aristodie. 2 (VII, 189); Theocr. 1, 2, in dorischer Form μελίσδομαι, wie Leon. Tar. 38 (Plan. 307); μελίξομαι, Mosch. 3, 52.
French (Bailly abrégé)
1f. μελιῶ, ao. ἐμέλισα, pf. inus. ; Pass. pf. μεμέλισμαι;
1 former avec des articulations parfaites;
2 démembrer, dépecer.
Étymologie: μέλος.
2seul. prés.
I. intr. être cadencé comme un chant;
II. tr. 1 chanter;
2 accompagner comme d'un chant, acc.;
Moy. μελίζομαι jouer d'un instrument.
Étymologie: μέλος.
Russian (Dvoretsky)
μελίζω:
I μέλος I] расчленять, рассекать на части Luc.
II дор. μελίσδω μέλος II
1 тж. med. петь, играть (σύριγγι Theocr.);
2 воспевать (τινὰ ἀοιδαῖς Pind.);
3 сопровождать пением (πάθη γοερά Aesch.);
4 придавать благозвучие, делать музыкальным (τὴν ποιητικήν Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
μελίζω: (Α), μέλλ. -ῐῶ Ἑβδ. (Λευϊτ. Α΄ 6): ἀόρ. ἐμέλισα Διον. Ἁλ. 7. 72· παθ. πρκμ. μεμέλισμαι Ὀππ. Κ. 3. 159· (μέλος Ι). Διαμελίζω, κόπτω εἰς τεμάχια, Φερεκύδ. 73, Διον. Ἁλ., κτλ.· παρ’ Ἀπολλοδ. 1. 9, 12, κλ., μελεΐσας ὡς διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ μελίσας. 2) Παθ., ἔχω τὰ μέλη τελείως ἐσχηματισμένα, Ὀππ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. διαρθρόω.
English (Slater)
μελίζω celebrate in song ἐπαινεῖσθαι χρεών, καὶ μελιγδούποισι δαιδαλθέντα μελιζέμεν ἀοιδαις (μελίζεν ἀοιδαῖς coni. Pauw.: sc. Ἀρισταγόραν) (N. 11.18) ]τεὰν τε[λετ]ὰν μελίζοι[ Δ. 3. . ἐγὼ μ[ ] παῦρα μελιζομεν[ fr. 140b. 12.
Greek Monolingual
(ΑM μελίζω, Α και δωρ. τ. μελίσδω)
κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, διαμελίζω («καὶ δείραντες τὸ ὁλοκαύτωμα, μελιοῦσιν αὐτὸ κατὰ μέλη αὐτοῦ», ΠΔ)
αρχ.
1. ψάλλω με τη συνοδεία οργάνου, εκτελώ ένα μουσικό κομμάτι («ἁδὺ δέ μοι τὸ μέλισμα καὶ ἢν σύριγγι μελίσδω», Θεόκρ.)
2. (για μουσικά όργανα) ηχώ μελωδικά
3. συνεκδ. διεκτραγωδώ δεινά («καὶ τίς σε κακοφρονῶν τίθησι δαίμων... ἐμπίτνων μελίζειν πάθη γοερὰ θανατηφόρα», Αισχύλ.)
4. εξυμνώ, υμνώ («καὶ μελιγδούποισι δαιδαλθέντα μελιζέμεν ἀοιδαῖς», Πίνδ.)
5. έχω μελωδία, είμαι μελωδικός («λέξις μελίζουσα», Διον. Αλ.)
6. καθιστώ κάτι μελωδικό
7. (το μέσ. στον παρακμ.) μεμέλισμαι
έχω πλήρως σχηματισμένα τα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος «μέλος σώματος
άσμα» (βλ. λ. μέλος)].
Greek Monotonic
μελίζω: (μέλος IΙ), Δωρ. μελίσδω, Δωρ. Μέσ. μέλ. μελίξομαι·
I. κουρδίζω όργανο ή συντονίζω τη φωνή μου, τραγουδώ, τραγουδώ περίτεχνα, σε Θεόκρ.· κυρίως σε κείμενα του Μεσαίωνα, σε Θεόκρ., Ανθ.
II. μτβ., τραγουδώ για κάτι, γιορτάζω με τραγούδι, σε Πίνδ., Αισχύλ.
Middle Liddell
μελίζω, μέλος II]
I. to modulate, sing, warble, Theocr.: mostly in Mid., Theocr., Anth.
II. trans. to sing of, celebrate in song, Pind., Aesch.