μελισσόφυτον

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσόφῠτον Medium diacritics: μελισσόφυτον Low diacritics: μελισσόφυτον Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΦΥΤΟΝ
Transliteration A: melissóphyton Transliteration B: melissophyton Transliteration C: melissofyton Beta Code: melisso/futon

English (LSJ)

τό, = μελισσόφυλλον (balm, lemon balm, Melissa officinalis, common balm, balm mint), Nic. Th. 677.

Greek Monolingual

μελισσόφυτον, τὸ και μελισσόφυτος, ἡ (Α)
το φυτό μελισσοβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -φυτος (< φύομαι), πρβλ. αυτόφυτος].