μελισσόφυτον Search Google

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

τό, = μελισσόφυλλον (balm, lemon balm, Melissa officinalis, common balm, balm mint), Nic. Th. 677.

Greek Monolingual

μελισσόφυτον, τὸ και μελισσόφυτος, ἡ (Α)
το φυτό μελισσοβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -φυτος (< φύομαι), πρβλ. αυτόφυτος].