μελιτοποιός
From LSJ
English (LSJ)
μελιτοποιόν, producing honey, ζῷον Sch.Nic.Al.547.
Greek Monolingual
μελιτοποιός, -όν (Α)
αυτός που παράγει μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + -ποιός].
Full diacritics: μελῐτοποιός | Medium diacritics: μελιτοποιός | Low diacritics: μελιτοποιός | Capitals: ΜΕΛΙΤΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: melitopoiós | Transliteration B: melitopoios | Transliteration C: melitopoios | Beta Code: melitopoio/s |
μελιτοποιόν, producing honey, ζῷον Sch.Nic.Al.547.
μελιτοποιός, -όν (Α)
αυτός που παράγει μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + -ποιός].