μελιττώδης
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
μελιττῶδες, like a bee, τὰ μ. τῶν ζῴων Arist.PA683a30.
German (Pape)
[Seite 125] ες, bienenartig, Arist. part. an. 4, 9.
Greek (Liddell-Scott)
μελιττώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μέλισσαν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 14.
Greek Monolingual
μελιττώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που είναι όμοιος με μέλισσα («ὅπερ καὶ φαίνονται ποιοῦσαι αἱ τε μυῖαι καὶ τὰ μελιττώδη τῶν ζῴων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα, αττ. τ. του μέλισσα, + κατάλ. -ώδης].