μελλοπατρίκιος

From LSJ

νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers

Source

Greek Monolingual

μελλοπατρίκιος, ὁ (Μ)
αυτός που πρόκειται να γίνει πατρίκιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πατρίκιος.